πρόσθημα

πρόσθημα
πρόσθημα, ατος, τό,= foreg. 1.1, E.El.193 (lyr.), X.Mem.3.10.13.
2 = πρόσθεμα 111, Hp.Nat.Mul.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόσθημα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… …   Dictionary of Greek

  • προσθήματα — πρόσθημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήματι — πρόσθημα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθήματ' — προσθήματα , πρόσθημα neut nom/voc/acc pl προσθήματι , πρόσθημα neut dat sg προσθήματε , πρόσθημα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπενύλιο — το, Ν χημ. μονοσθενής ακόρεστη οργανική ρίζα, ισομερής προς το αλλύλιο, τής οποίας η παρουσία στο μόριο μιας οργανικής ένωσης δηλώνεται με το αντίστοιχο πρόσθημα, λ.χ. προπελαγουαϊακόλη …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεμα — τὸ, Α βλ. πρόσθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”